- ευμετάγωγος
- εὐμετάγωγος, -ον (ΑΜ)μτφ. αυτός που εύκολα μεταβάλλει γνώμη ή φρόνημααρχ.1. αυτός που μεταβιβάζεται, που μεταφέρεται εύκολα2. μτφ. αυτός από τον οποίο απαλλάσσεται κάποιος εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετ-αγωγή (< μετ-άγω)].
Dictionary of Greek. 2013.